κεραμοποιός

κεραμοποιός
ο (ΑΜ κεραμοποιός)
ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας
νεοελλ.
(ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ποιός (< ποιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραμοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κεραμίδια, κεραμιδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμοποιούς — κεραμοποιός potter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αφερίμ, Ζήσης — (1915 – 1976). Γλύπτης και κεραμοποιός. Καταγόταν από την Ιστιαία της Εύβοιας. Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και βραβεύτηκε για τον κορμό ενός αγάλματος. Φιλοτέχνησε πολλά γλυπτά, αρκετά από τα οποία έχουν στηθεί σε δημόσιους… …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμάρης — ο κεραμοποιός …   Dictionary of Greek

  • κεραμέας — ο (ΑΜ κεραμεύς, έως) [κέραμος] αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός αρχ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς ονομασία δήμου τής Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων» …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάρης — κεραμιδάρης, ὁ (Μ) αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ ι + κατάλ. άρης (< άριος < λατ. arius), πρβλ. εκκλησ άρης, πορτ άρης] …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάς — ο [κεραμίδι] 1. κεραμοποιός 2. εργάτης ειδικευμένος στην κατασκευή στέγης από κεραμίδια …   Dictionary of Greek

  • κεραμοποιία — η 1. η τέχνη τού κεραμοποιού, η κεραμευτική 2. (ειδ.) η τέχνη τής κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”